πραπίδες

πραπίδες
αἱ, σπαν. στον εν. πραπίς, -ίδος, ή, Α
1. το διάφραγμα που βρίσκεται μεταξύ τού θώρακα και τής κοιλιάς
2. (ως έδρα τής διανοητικής δύναμης) νους, διάνοια
3. (ως έδρα τών αισθήσεων) τα συναισθήματα
4. (ως έδρα τής επιθυμίας) καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., με επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. παρηΐς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πραπίδες — midriff fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδα — πραπίδες midriff fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδας — πραπίδες midriff fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσσι — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδεσσιν — πραπίδες midriff fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδι — πραπίδες midriff fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδος — πραπίδες midriff fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραπίδων — πραπίδες midriff fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”